ΑΓΡΟΤΙΚΑ

Το «μυστικό» πίσω από την σωστή καρπόδεση της ελιάς – Ποιες ενέργειες κάνουν τη διαφορά

Την άνοιξη, όταν η φύση ξαναγεννιέται και τα δέντρα ετοιμάζονται για τον ετήσιο κύκλο τους, κάθε λεπτομέρεια μετράει. Στον ελαιώνα, μια από τις πιο κρίσιμες “λεπτομέρειες” – που όμως κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια χρονιά γεμάτη καρπούς και σε μια απογοήτευση – είναι ένα ιχνοστοιχείο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι: το βόριο.

Αν και συχνά περνά απαρατήρητο, το βόριο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανθοφορία, στην καρπόδεση και, τελικά, στην ποσότητα και ποιότητα της παραγωγής. Είναι απαραίτητο για τη φυσιολογική λειτουργία των φυτών, καθώς εμπλέκεται στη μετακίνηση σακχάρων, στη σύνθεση των κυτταρικών τοιχωμάτων και στον μεταβολισμό. Η απουσία του, όμως, έχει συνέπειες που δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας.

Τα πιο συχνά συμπτώματα της έλλειψης βορίου περιλαμβάνουν νέκρωση του ακραίου οφθαλμού, γεγονός που καθυστερεί ή και αναστέλλει τη βλάστηση την άνοιξη, φτωχή διαφοροποίηση ανθοφόρων οφθαλμώνκαρπόπτωση το καλοκαίριπαραμορφώσεις καρπών και, σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, ξήρανση νεαρών κλαδίσκων, με γενικευμένη ακαρπία. Ακόμα και το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας, δηλαδή η εναλλαγή παραγωγικής και μη παραγωγικής χρονιάς, σχετίζεται με την ανεπάρκεια βορίου – γι’ αυτό και η χορήγησή του μειώνει σημαντικά την αστάθεια στην καρποφορία.

Η διάγνωση της τροφοπενίας βορίου γίνεται με ανάλυση φύλλων. Όταν οι συγκεντρώσεις κυμαίνονται μεταξύ 7-13 ppm, υποδεικνύεται ανεπάρκεια. Τα επιθυμητά επίπεδα βρίσκονται στα 19-33 ppm. Παρότι τα μακροσκοπικά συμπτώματα μπορούν να δώσουν ενδείξεις, η ανάλυση ιστών παραμένει η πιο ασφαλής μέθοδος αξιολόγησης. Περιοχές όπως η Λέσβος και το Ισραήλ έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελετών που επιβεβαιώνουν την άμεση συσχέτιση των χαμηλών τιμών βορίου με χαμηλή παραγωγικότητα.

Η περίοδος που διανύουμε – Απρίλιος προς Μάιο – είναι ιδανική για την εφαρμογή διαφυλλικών ψεκασμών με βόριο. Συνιστώνται ειδικά σκευάσματα που περιέχουν βόριο σε συνδυασμό με ψευδάργυρο και άλλα ιχνοστοιχεία, ενισχύοντας όχι μόνο την καρπόδεση αλλά και την ανθεκτικότητα του άνθους. Οι εφαρμογές αυτές πραγματοποιούνται 2-3 φορές, ανά 15-20 ημέρες, καθώς το βόριο παρουσιάζει περιορισμένη κινητικότητα εντός του φυτού και απαιτεί συνεχή τροφοδοσία για να επιδράσει αποτελεσματικά.

Σε ελαιώνες με σοβαρά προβλήματα ή σε ξηρικές περιοχές, το βόριο μπορεί επίσης να χορηγηθεί λιπαντικά στο έδαφος, με χρήση βόρακα ή βοριούχου οξέος, σε δόσεις 300-500 γραμμαρίων ανά ενήλικο δέντρο, κάθε 3-4 χρόνια, ανάλογα με την ανάλυση εδάφους και τις γενικές συνθήκες της καλλιέργειας.

Όμως, όπως κάθε στοιχείο, έτσι και το βόριο θέλει μέτρο. Η υπερδοσολογία μπορεί να οδηγήσει σε τοξικότητα, με εμφανή καψίματα στα φύλλα, μείωση της φωτοσύνθεσης και γενική εξασθένηση του δέντρου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν εφαρμόζεται με το πότισμα ή σε εδάφη ήδη πλούσια σε βόριο – για τον λόγο αυτό, η τήρηση των συνιστώμενων δόσεων είναι επιβεβλημένη.

Το βόριο, λοιπόν, μπορεί να μην είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεται ένας παραγωγός την άνοιξη, όμως είναι ένας σιωπηλός σύμμαχος της ελιάς. Η σωστή του διαχείριση είναι κομβική για μια σταθερή, πλούσια και ποιοτική παραγωγή, μειώνοντας τις πιθανότητες παρενιαυτοφορίας και δίνοντας στα δέντρα τη δύναμη να ανταποκριθούν στο πιο απαιτητικό στάδιο του ετήσιου κύκλου τους: την καρποφορία.



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ