Tα εγκαύματα στα χέρια του συζύγου, τράβηξαν γρήγορα την προσοχή των αστυνομικών. Οι εξηγήσεις που τους έδωσε δεν ακούστηκαν πειστικές, και ο Αλέξανδρος Γκεσόπουλος έδειξε να εγκλωβίζεται απ’ την αρχή μέσα στον συνηθισμένο ρόλο για τους αστυνομικούς, του άντρα που σκοτώνει τη γυναίκα του και κάνει ότι δεν γνωρίζει τίποτα.
Όταν όμως θα τους ομολογούσε ότι το πτώμα μπροστά τους δεν είναι της γυναίκας του, η έκπληξή τους θα γινόταν ειλικρινής.
Και η άγνωστη γυναίκα που είχαν δει στο νεκροτομείο, ποια ήταν, αν όχι η Μαρία Γκεσοπούλου; Ο 17χρονος γιος τους πώς γίνεται να έκανε λάθος και να αναγνώρισε τη μητέρα του στο πτώμα μίας άλλης γυναίκας; Και εν τέλει, πού ήταν εκείνη;
Το ζεύγος Γκεσοπούλου ζούσε στη Γερμανία και μετά από την οικονομική καταστροφή τους, τα μάζεψαν και μαζί με τους δύο γιους τους γύρισαν στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκαν σε ένα χωριό στη Φλώρινα, τους Λόφους, και άρχισαν να ψάχνουν τον εύκολο δρόμο για να πλουτίσουν. Με μικροαπατεωνιές είδαν ότι δεν κατάφερναν και πολλά, το χρέος τους -μόνο στον Εφορία- είχε αυξηθεί στα 25.000 ευρώ και έψαχναν τον τρόπο για να βγάλουν την οικονομική θηλιά απ’ τον λαιμό τους.
Η γυναίκα ήταν ασφαλισμένη σε δύο εταιρείες στη Γερμανία. Έτσι, σκέφτηκαν ότι ο ενδεχόμενος θάνατός της από ατύχημα, θα έδινε πίσω στον άντρα της και τα παιδιά της 1,5 εκατομμύριο ευρώ. Είχε προσπαθήσει και παλιότερα ο άντρας της να εξασφαλίσει πλαστό πιστοποιητικό θανάτου, αλλά δεν τα είχε καταφέρει.
Όσο παράξενο και αν ακούγεται, όσο αφελές, αποφάσισαν να σκοτώσουν μία άλλη γυναίκα, να παραμορφώσουν το πτώμα της και να πουν στην αστυνομία ότι αυτή η γυναίκα ήταν η Μαρία Γκεσοπούλου. Υπάρχουν τόσοι τρόποι σήμερα για να διαπιστωθεί η ταυτότητα ενός θύματος, με κύρια και πρώτη την εξέταση DNA, που πραγματικά σε κάνει να απορείς είτε για το θράσος τους είτε για την ηλιθιότητά τους.
Δεν απορείς όμως καθόλου για το πόσο αδίστακτοι ήταν.
Μια 48χρονη γυναίκα απ’ τη Ρωσία ήταν ο πρώτος στόχος τους. Η Φωτεινή εργαζόταν σε εργαστήριο ζαχαροπλαστικής στη Σκύδρα. Η Γκεσοπούλου της συστήθηκε ως ”Μαρία Σιδηροπούλου” από τον Άγιο Αθανάσιο Πέλλας και για πολλές βδομάδες έψαχνε κάθε λογής ευκαιρία προκειμένου να έρχεται σε συχνή επαφή μαζί της, να κερδίσει την εμπιστοσύνη της.
Στις 27 Οκτωβρίου 2003 το ζευγάρι, μαζί με τον 17χρονο γιο τους επιβιβάζουν τη 48χρονη γυναίκα στο αυτοκίνητό τους. Της έχουν πει ότι θα ξεκινήσουν για τη Γερμανία, και ότι δήθεν την προορίζουν για σερβιτόρα στο εστιατόριο τους. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής θα την ναρκώσουν με τρία χάπια, αλλά το κινητό της άτυχης γυναίκας θα τους χαλάσει τα σχέδια. Χτυπούσε συνεχώς, την αναζητούσαν δύο φίλοι της, η Σοφία Αλεξανδρίδου και ο Νίκος Βλάχος.
Είχε πει στους δύο αυτούς ανθρώπους λεπτομέρειες για το ταξίδι της, είχε δώσει και τα ονόματα των συνεπιβατών της. Το ζευγάρι φοβήθηκε απ’ τα πολλά τηλεφωνήματα,σκέφτηκε ότι γνώριζαν έτσι κι αλλιώς ήδη πολλά και αποφάσισαν να αναβάλλουν τη δολοφονία της.
“Όλος ο σχεδιασμός άνηκε στη γυναίκα, αυτή ήταν που μιλούσε και κανόνιζε, ο άντρας της δεν έλεγε τίποτα”, θα πει αργότερα στο δικαστήριο η γυναίκα που σώθηκε απ’ την επιμονή των φίλων της.