Ο φόβος ότι η κρίση ενδέχεται να προκαλέσει ντόμινο αρνητικών εξελίξεων και μέσω του διασυνδεδεμένου τραπεζικού συστήματος να μεταπηδήσει από τη μία οικονομία στην άλλη ήταν αρκετός για να ρίξει τους χρηματιστηριακούς δείκτες και να βάλει σε συναγερμό τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ελβετίας. Ομως, πόσο ανοιχτό στον κίνδυνο είναι το τραπεζικό σύστημα; Η πραγματική απάντηση έρχεται μέσα από την αλήθεια των αριθμών. Οι συστημικές τράπεζες έχουν δημοσιεύσει τα οικονομικά αποτελέσματα του 2022 και υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία για την πορεία τους το 2023, οπότε ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει τις αντοχές τους.
Στοιχεία
Τα τελευταία στοιχεία των ισολογισμών δείχνουν ότι υπάρχει ρευστότητα. Ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είναι σημαντικά υπό τη μονάδα, που σημαίνει ότι έχουν πολύ περισσότερες καταθέσεις από τα δάνεια που έχουν χορηγήσει. Στοιχεία της ΤτΕ για τον Ιανουάριο του 2023 δείχνουν ότι συνολικά για όλο τον ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις, επαγγελματίες και νοικοκυριά) το υπόλοιπο δανείων φτάνει τα 113,397 δισ. ευρώ, ενώ οι καταθέσεις ήταν 184,142 δισ. ευρώ, με ένα πλεόνασμα των 70,745 δισ. ευρώ. Παράλληλα έχουν σημαντικά κέρδη που βελτιώνουν σταθερά την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ξεπερνούν με άνεση τα όρια που έχει θέσει η εποπτική αρχή. Το ότι βρίσκονται ακόμα σε καθεστώς που δεν δίνουν μέρισμα βοήθησε στο να χτίσουν «μαξιλάρι» κεφαλαίων, ενώ η συνεχής μείωση των κόκκινων δανείων δείχνει εικόνα υγείας προς τους επενδυτές και μπορούν σχετικά εύκολα να προσελκύσουν κεφάλαια, όταν τα χρειάζονται. Σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2022 που ανακοίνωσαν οι τράπεζες, η Eurobank εμφάνισε την υψηλότερη καθαρή πιστωτική επέκταση 3,3 δισ. ευρώ με καθαρό επιτοκιακό περιθώριο έως 228 μ.β. Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας ήταν 173%. Η Εθνική Τράπεζα εμφάνισε καθαρή πιστωτική επέκταση 2,5 δισ. ευρώ, καθαρό επιτοκιακό περιθώριο 2,59% και διαθέτει δείκτη κάλυψης ρευστότητας 259%. Η Alpha Bank είχε καθαρή πιστωτική επέκταση 2,4 δισ. ευρώ, επιτοκιακό περιθώριο 1,7% και ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας ήταν 167%. Τέλος, η Τράπεζα Πειραιώς είχε πιστωτική επέκταση 2,7 δισ. ευρώ, επιτοκιακό περιθώριο 1,8% το 2022 και δείκτη κάλυψης ρευστότητας στο 201%.
Οι ειδικοί του κλάδου θεωρούν ότι ακόμα και η πολύ βελτιωμένη εικόνα των ελληνικών τραπεζών δεν θα αντισταθμίσει πλήρως τις επιπτώσεις από το αρνητικό διεθνές κλίμα, ειδικά σε επίπεδο τιμών των μετοχών τους. Πέρα από αυτό, τα ισχυρά αποτελέσματα, η κερδοφορία και η αυστηρή εποπτεία από την ΕΚΤ τις έχουν θωρακίσει απέναντι σε φαινόμενα όπως αυτά που είδαμε σε ΗΠΑ και Ελβετία.
Οι αριθμοί δείχνουν ότι δεν υπάρχει… κερκόπορτα
Εξετάζοντας τον ελβετικό κίνδυνο της Credit Suisse, οι αριθμοί δείχνουν ότι δεν υπάρχει ανοιχτή «κερκόπορτα», καθώς σύμφωνα με τις τράπεζες, η έκθεση των ελληνικών συστημικών τραπεζών εκτιμάται κάτω από 35 εκατ. ευρώ, ποσό πολύ μικρό για να δημιουργήσει προβλήματα στο σύστημα. Οι Ελβετοί στην προσπάθειά τους να συγκεντρώσουν ρευστό, είχαν αρχίσει να προσφέρουν αρκετά υψηλά επιτόκια, με αποτέλεσμα να κερδίσουν αρκετά κεφάλαια σε καταθέσεις και ομόλογα. Αξίζει να αναφερθεί ότι με ομόλογα απόδοσης έως 6% και επιτόκια καταθέσεων έως 3,5% ήταν αρκετό για να τραβήξουν την προσοχή, όχι όμως σε βαθμό που να επηρεάζει τις τράπεζες. Σχετικά με το αν θα μπορούσαν οι ελληνικές τράπεζες να πάθουν τα ίδια με την Credit Suisse, η απάντηση των τραπεζών είναι αρνητική. Τα προβλήματα που προέκυψαν στην Ελβετία έχουν πολλά επίπεδα, αλλά η ουσία είναι ότι σχετίζονται με ζημιές σε βάθος ετών και την πρόθεση του βασικού μετόχου να μην προχωρήσει σε πρόσθετη κεφαλαιακή ενίσχυση. Αρα κυρίως «πρόβλημα ρευστότητας». Οι ελληνικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια βλέπουν τα διαθέσιμα να αυξάνονται, με τις καταθέσεις να χτυπούν ρεκόρ τον Δεκέμβριο όταν έφτασαν τα 188,7 δισ. ευρώ.
SVB
Στη Silicon Valley Bank η κατάρρευση ήρθε από σημαντικούς λάθος υπολογισμούς στην επενδυτική πολιτική και στη διαχείριση κινδύνων. Λάμβανε χρήματα από τους καταθέτες και τα επένδυε σε μακροπρόθεσμα ομόλογα, κάτι που φαίνεται λογικό, εκτός όμως αν υπάρξει κρίση πληθωρισμού και τα επιτόκια πάρουν την ανηφόρα. Την ώρα που τα επιτόκια της FED ανέβαιναν με άλματα, όλοι ήθελαν νέα ομόλογα με τα μεγαλύτερα επιτόκια και η δευτερογενής αγορά κατέρρευσε. Δεν υπήρχε μηχανισμός αντιμετώπισης και εδώ εκτός από τα λάθη των στελεχών της τράπεζες φαίνεται και κενό των εποπτικών αρχών για τις μικρομεσαίες τράπεζες των ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, ειδικά μετά την κρίση του 2008, δεν υπάρχει τέτοιο κενό. Οι έλεγχοι, ειδικά στις συστημικές τράπεζες, είναι ενδελεχείς και αυστηροί.