Ο Βασίλης Τσιβιλίκας, ήταν ένας κωμικός που έπιασε το νήμα των μεγάλων της προηγούμενης γενιάς κωμικών, καταφέρνοντας με τη σειρά του να το μεταφέρει στην επόμενη γενιά. Ήταν ένας μάστορας της υποκριτικής, που μπορούσε να παίξει τα πάντα, αλλά προτιμούσε να δοκιμάζεται στην απαιτητική κωμωδία, στοχεύοντας πάντα στο γέλιο, που ο ίδιος θεωρούσε υγεία.
Ο Βασίλης Τσιβιλίκας, που γεννήθηκε στις (17 Ιανουαρίου του 1942) και πέθανε στις (29 Φεβρουαρίου 2012), υπήρξε κατά κύριο λόγο ένας θεατράνθρωπος, καθώς λάτρεψε το σανίδι και όπως είχε πει ο ίδιος ήθελε να πεθάνει πάνω σε αυτό. Κάτι που… πέτυχε, αλλά δυστυχώς πρόωρα, αφού μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή έπαιζε στο θέατρο Ακάδημος, στην παράσταση “Η ζωή ποδήλατο”.
Υψηλών προδιαγραφών
Ο ψηλόλιγνος πληθωρικός ηθοποιός, με τα αστεία χαρακτηριστικά, μεγάλο στόμα, μεγάλη μύτη, μεγάλα εκφραστικά μάτια, αλλά και μεγάλα χέρια και πόδια, δίνοντας την αίσθηση ότι δεν μπορούσε να τα κουμαντάρει αλλά του έδωσαν την ευχέρεια να παίζει με όλο του το σώμα, είχε όλα τα απαραίτητα για να κάνει κωμωδία υψηλών προδιαγραφών.
Γιατί πέρα απ’ τα παραπάνω είχε και το ταλέντο και την παιδεία και το μεράκι να πάει τους χαρακτήρες που ερμήνευσε ένα βήμα παραπέρα από τα συνηθισμένα και τη σιγουριά της μανιέρας, την ευκολία να προκαλεί το γέλιο και να κερδίζει το χειροκρότημα άμα τη εμφανίσει.
Άτυχος με το σινεμά
Αυτό που δεν είχε ο Βασίλης Τσιβιλίκας ήταν η τύχη, τουλάχιστον στον κινηματογράφο, καθώς έκανε το μπαμ -όπως ο φίλος του Γιώργος Κωνσταντίνου στο “Χτυποκάρδια στο Θρανίο” με το λιγουρευτό προφιτερόλ-, όταν πρωτοεμφανίστηκε, επτά χρόνια αργότερα, στην κωμωδία του 1970 “Η Θεία μου η Χίπισσα”, σαν πλουσιόπαιδο και όψιμος χίπις με μια κουδούνα στο λαιμό, σε μια εποχή που το “παλιό εμπορικό σινεμά” είχε αρχίσει να καταρρέει.
Από τη μια η χούντα, που επέτρεπε μόνο εύπεπτες ανοησιούλες και προπαγανδιστικά φιλμ και από την άλλη το μοιραίο τέλος όλων αυτών των ταλαντούχων ηθοποιών, σκηνοθετών και άλλων συντελεστών, που έκαναν το μεταπολεμικό σινεμά αξιαγάπητο, έφεραν το τέλος μιας θρυλικής -πια- εποχής.
Τηλεόραση και αγαπημένο σανίδι
Αν ο Τσιβιλίκας είχε βγει δέκα χρόνια πριν στο ελληνικό σινεμά, το όνομά του θα ήταν σίγουρα δίπλα στους Αυλωνίτη, Σταυρίδη, Βουτσά, Γκιωνάκη, Ρίζο, Μηλιάδη και όλων αυτών που ακόμη μας κάνουν να γελάμε και να νοσταλγούμε εποχές που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Και όμως, με τις λίγες εμφανίσεις του στις ταινίες κατάφερε να δείξει το πηγαίο ταλέντο του, να προσφέρει το γέλιο. Ωστόσο, ο Τσιβιλίκας δεν περιορίστηκε στο θέατρο.
Καταλαβαίνοντας ότι τη θέση τού σινεμά θα πάρει η τηλεόραση, δούλεψε πολύ στα τηλεοπτικά στούντιο, φέρνοντας το θέατρο στο γυαλί, αλλά και σε αρκετά σίριαλ και εκπομπές. Και πάντα, όμως, παραμένοντας πιστός στο θέατρο, για το οποίο έδινε την αίσθηση ότι γι’ αυτό ανέπνεε.
Απ’ τη Σαλονίκη στο Θέατρο Τέχνης
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, μέσα στην Κατοχή, έχοντας καταγωγή από τη Δομνίστα και το Μεγάλο Χωριό της Ευρυτανίας. Ήταν το πρώτο παιδί μιας ευκατάστατης οικογένειας, ενώ είχε και δυο αδελφές. Φοίτησε στο Αμερικανικό Κολέγιο της Θεσσαλονίκης “Ανατόλια”, όπου οι καθηγητές του τον παρότρυναν να ασχοληθεί με την ηθοποιία, συμμετέχοντας στη θεατρική ομάδα του σχολείου.
Μπήκε στην Αγγλική Φιλολογία, την οποία εγκατέλειψε για να κατέβει στην Αθήνα, για να ασχοληθεί επαγγελματικά με την υποκριτική, σπουδάζοντας στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη. Το 1965 θα κάνει το ντεμπούτο του στο θέατρο, ενώ δυο χρόνια μετά θα τον καλέσει ο Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης, όπου θα πέσει στα βαθιά κολυμπώντας ερμηνευτικά.
Πέντε κωμωδίες όλες κι όλες
Στο σινεμά, μετά την κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου “Η Θεία μου η Χίπισσα”, στην οποία κέρδισε το στοίχημα και κυρίως τις εντυπώσεις ακόμη και από τους γνωστούς πρωταγωνιστές Ρένα Βλαχοπούλου και Αντρέα Μπάρκουλη, θα ακολουθήσουν οι ταινίες “Ο Κατεργάρης” του Γιάννη Δαλιανίδη, με τον Χρόνη Εξαρχάκο και τον Γιάννη Μιχαλόπουλο, σε ένα περίτεχνο ρόλο βραδύγλωσσου, “Ζητείται Επειγόντως Γαμπρός”, του Σακελλάριου, πάλι με την Ρένα Βλαχοπούλου, “Η Ρένα Είναι Οφ-σάιντ”, ερμηνεύοντας ένα μάνατζερ του ποδοσφαίρου και “Ο Μάγκας με το Τρίκυκλο” κάνοντας έναν φωτογράφο μόδας, δίπλα στον Σταύρο Παράβα, που κι αυτός έφυγε πρόωρα από κοντά μας. Οι εμφανίσεις του σε ακόμη μερικές ταινίες ήταν άνευ σημασίας.
Παρηγοριά στο θέατρο
Έτσι, ο Βασίλης Τσιβιλίκας μπήκε στο χώρο της τηλεόρασης, μεταφέροντας στη μικρή οθόνη το θέατρο -ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο- αλλά και σίριαλ που ορισμένες φορές δεν συμβάδιζαν με το ταλέντο του. Γι’ αυτό βρίσκει παρηγοριά σε αυτό που αγαπούσε περισσότερο, το θέατρο, παίζοντας καθημερινά, σκηνοθετώντας, μεταφράζοντας, διασκευάζοντας και κάνοντας τεράστιες επιτυχίες.
Ορισμένες απ’ αυτές ήταν “Ξυπόλυτοι στο πάρκο”, “Ό,τι πείτε υπουργέ μου”, “Ο Φιλάργυρος” και προς το τέλος της καριέρας του οι αριστοφανικές κωμωδίες “Θεσμοφοριάζουσες” και “Λυσιστράτη”.
Καλλιτεχνικό Καφενείο
Πάντως, αξιοσημείωτη θα μείνει η εξαίρετη πολιτιστική εκπομπή “Καλλιτεχνικό Καφενείο” στην ΕΡΤ, πρωτοπόρα τηλεοπτικά λόγω της χαλαρής διάθεσής της, που έκανε το 1986-1987 μαζί με τον Κώστα Φέρρη και τον Μίμη Πλέσσα και απ’ την οποία παρέλασαν τεράστια ονόματα της ελληνικής τέχνης και των γραμμάτων.
Μία εκπομπή, στην οποία ανατρέχουμε τα τελευταία χρόνια θέλοντας να θυμηθούμε μεγάλες μορφές της τέχνης, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Σπανός, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Μίμης Φωτόπουλος, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Σταμάτης Κόκοτας, Νίκος Κούρκουλος, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Αντιγόνη Βαλάκου, Λευτέρης Πανταζής, Νίκος Τζόγιας, Βίκυ Μοσχολιού, Άννα Καλουτά, Ανδρέας Βουτσινάς, Δημήτρης Μυράτ και πολλοί άλλοι.
Ο Βασίλης Τσιβιλίκας θα αφήσει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 70 ετών, στο δίσεκτο 2012, στις 29 Φεβρουαρίου, σε ένα ασθενοφόρο, στον δρόμο για το Σισμανόγλειο, μετά από έντονη καρδιακή ενόχληση, αφήνοντας πίσω του την αγαπημένη του γυναίκα Αλίκη και δυο παιδιά, αλλά και τη μορφή ενός ευγενέστατου καλοσυνάτου ανθρώπου, που ήθελε να κάνει τους άλλους να γελάνε…
ΣΗΜ: Η σύζυγος του Βασίλη Τσιβιλίκα, Αλίκη, πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 2014 δηλαδή δύο χρόνια μετά τον ίδιο.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ