Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο Παναγιώτης Φραντζής, ένας νέος 25 ετών, σπουδαστής της ΑΣΟΕΕ, από μία ήσυχη μεσοαστική οικογένεια. Η γνωριμία του με τη 16χρονη τότε μαθήτρια Ζωή (Ζωζώ) Γαρμανή είχε ξεκινήσει το 1985 και τίποτα δεν έδειχνε ότι θα έχει αυτή τη μοιραία κατάληξη. Ο Φραντζής την ερωτεύτηκε παράφορα και επέμενε φορτικά να την κάνει δική του. Η Ζωή, μία πολύ όμορφη κοπέλα που απολάμβανε τον θαυμασμό του κοινωνικού της περίγυρου και τη νεανική της ορμή, παρά τις συχνές και έντονες σκηνές ζήλιας από την πλευρά του Φραντζή, δέχτηκε να τον παντρευτεί, τον Δεκέμβριο του 1986. Η συμβίωσή τους ήταν από την αρχή πολύ ταραχώδης, με μεγάλους καβγάδες για ασήμαντες αφορμές. Το μοιραίο βράδυ της 24ης Ιουνίου του 1987 ήταν μία ακόμα τυπική ημέρα του ζευγαριού γεμάτη ένταση. Σύμφωνα με την αφήγηση του Φραντζή (ο οποίος είναι προφανώς και ο μόνος μάρτυρας για όσα συνέβησαν), η Ζωή κλειδώθηκε στο σπίτι και δεν του επέτρεπε να μπει. Όταν τελικά κατάφερε να την πείσει να τον αφήσει να μπουν μέσα, και αφού έκαναν έρωτα, ξεκίνησαν και πάλι να καβγαδίζουν για ασήμαντη αφορμή. Από εκεί και πέρα τα γεγονότα ξεφεύγουν με ταχύτητα. Ο Φραντζής υποστηρίζει ότι σε ένα σπρώξιμο η Ζωή έπεσε και χτύπησε στο κεφάλι και έμεινε νεκρή.
Η υπόθεση, όπως είναι φυσικό, απασχόλησε τα ΜΜΕ της εποχής, τα οποία μάλιστα ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο φτάνοντας στο σημείο να δημοσιεύουν φωτογραφία από το τεμαχισμένο σώμα της Ζωής πάνω στο τραπέζι του νεκροτομείου. Μία πράξη που σόκαρε τους αναγνώστες, προκάλεσε την παρέμβαση της Δικαιοσύνης και ξεκίνησε τις πρώτες μεγάλες συζητήσεις για τα όρια των media. Η κοινή γνώμη είχε θορυβηθεί σε απίστευτο βαθμό από τη σκληρότητα του εγκλήματος, ενώ τα συνεχή πρωτοσέλιδα και οι πηχυαίοι τίτλοι των εφημερίδων δημιούργησαν ένα πρωτοφανές κλίμα για τα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά, καθιστώντας τον Φραντζή το απόλυτο κακό για τη λαϊκή κουλτούρα ακόμα και μέχρι τις μέρες μας.
Στην πολύκροτη δίκη που ακολούθησε ο Φραντζής υποστήριξε ότι όλα ήταν ένα ατύχημα, και ότι αγαπούσε παθολογικά τη Ζωή, και δεν ήθελε να της κάνει κακό. Όμως ο ιατροδικαστής αποκάλυψε ότι πριν την τεμαχίσει την είχε στραγγαλίσει με τα χέρια του. Ενώ και τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και του βρασμού ψυχής κατέπεσαν. Ο εισαγγελέας, ακολουθώντας το κοινό αίσθημα όπως είχε διαμορφωθεί από τις εφημερίδες, είχε ζητήσει τη θανατική του καταδίκη (αν και είχε πρακτικά καταργηθεί από το 1972). Όμως την 1η Οκτωβρίου του 1988 η απόφαση του Κακουργιοδικείου τον καταδίκασε κατά πλειοψηφία σε ισόβια για ανθρωποκτονία από πρόθεση και με τρόπο ιδιαζόντως απεχθή και 2 χρόνια για το αδίκημα της περιύβρισης νεκρού.