Αποχρώσεις του κίτρινου και του καφέ έχουν αρχίσει να «δίνουν» οι παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες στα ελαιόδεντρα, με τους παραγωγούς να εκφράζουν την ανησυχία τους ότι εάν δεν εκδηλωθεί κάποια ικανοποιητική βροχόπτωση πριν από τα μέσα του Σεπτέμβρη, οι επιπτώσεις στην παραγωγή θα είναι γεγονός.
Ο παρατεταμένος καύσωνας έρχεται φέτος συνδυαστικά με όσα προηγήθηκαν, καθώς ο ήπιος χειμώνας και η έλλειψη ικανοποιητικών βροχοπτώσεων δημιουργούν σοβαρές επιφυλάξεις όχι μόνο για την εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου, αλλά και για εκείνη άλλων χωρών της Μεσογείου. Ταυτόχρονα, εκφράζονται και βαθύτεροι προβληματισμοί τόσο ως προς το μείζον ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της στη γεωργία όσο και ως προς τον κίνδυνο εγκατάλειψης της καλλιέργειας, αν ακολουθήσει ακόμη μία «κακή» παραγωγικά χρονιά.
Πάντως, όσο ανθεκτικά και προσαρμόσιμα στα τερτίπια του καιρού μπορούν να χαρακτηριστούν τα ελαιόδεντρα, αυτό δεν μπορεί να προεξοφλήσει και μία καλή παραγωγή, όπως αυτή που αναμενόταν εγχώρια με βάση τις αρχικές προβλέψεις. Κι αυτό γιατί κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πλέον ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στον ίδιο τον καρπό και την ελαιοπεριεκτικότητά του, μέχρι τη στιγμή που αυτός θα περάσει στη φάση της ελαιοποίησης.
Παράλληλα, διστακτικά συνεχίζει να κινείται η αγορά του προϊόντος, με τις τιμές να έχουν υποχωρήσει, καθώς το ελαιόλαδο εξακολουθεί να βρίσκεται σε ένα περιβάλλον πρωτόγνωρων συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί κατά την τελευταία διετία.
Καύσωνας και έλλειψη βροχών φέρνουν στα όριά τους τις ελιές
«Για την παραγωγή που θα έχει η μεσογειακή λεκάνη, όλα θα εξαρτηθούν από το πότε θα έρθουν οι βροχές», σημειώνει από τη Δυτική Μεσσηνία ο παραγωγός και πρόεδρος στον Συνεταιρισμό Νηλέας, Γιώργος Κόκκινος. «Δεν εξελίσσεται σωστά η ελαιοποίηση σε ξηροθερμικές συνθήκες», υπογραμμίζει, μεταθέτοντας για το ξεκίνημα της ελαιοποίησης του καρπού τις πρώτες ασφαλείς εκτιμήσεις της νέας παραγωγής. Κατά τον ίδιο, αυτό που μπορεί να ειπωθεί με σχετική σιγουριά είναι ότι εάν οι βροχές καθυστερήσουν για ακόμη έναν μήνα, ίσως και περισσότερο, η ζημιά θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την ήδη υπάρχουσα. «Ο καρπός στο μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής είναι σε οριακό επίπεδο, ενώ σε ένα μικρότερο μέρος ήδη έχει συρρικνωθεί και τα δέντρα έχουν χάσει το πράσινο χρώμα που γνωρίζουμε. Έχουν ”πάει” προς το κίτρινο-καφέ» σχολιάζει, τονίζοντας το πρωτόγνωρο των συνθηκών και την ανασφάλεια που αφήνει ως προς τη νέα παραγωγή, αλλά και τη μεγαλύτερη επισφάλεια που επικρατεί ως προς την αγροτική παραγωγή, αν δεν υπάρξει διαχείριση του προβλήματος που προκαλεί η κλιματική κρίση.
Παρόμοια ανησυχία μεταφέρει και για την παραγωγή της Κρήτης ο Μιχάλης Καμπιτάκης, ελαιοκαλλιεργητής ο ίδιος και πρόεδρος της Οργάνωσης Παραγωγών Κάτω Ασιτών στο Ηράκλειο και α’ αντιπρόεδρος του ΣΑΣΟΕΕ. Σύμφωνα με τον κ. Καμπιτάκη, αν δεν υπάρξουν βροχοπτώσεις έως τις 10 Σεπτέμβρη, δύσκολα ο καρπός θα μπορέσει να ανακάμψει.
Τονίζοντας τον σοβαρό αντίκτυπο που θα έχει ο παρατεταμένος καύσωνας σε συνδυασμό με την έλλειψη βροχοπτώσεων στη νέα παραγωγή, ο κ. Καμπιτάκης περιγράφει την αγωνία των παραγωγών, καθώς βλέπουν τα δέντρα να παίρνουν άλλο χρώμα. «Αν εξαιρέσουμε ένα 30% της Κρήτης, που είχε πρόβλημα από την αρχή, από τον καιρό της καρποφορίας, σε ένα εύρος 60%-70% οι ελιές εξελίσσονταν πολύ καλά και εφόσον ευνοούσε ο καιρός θα ήταν μία πολύ καλή χρονιά», σχολιάζει, μετά από μία χρονιά χαμηλών ποσοτήτων για το νησί.
Ωστόσο, και με δεδομένο ότι το 80% των ελαιώνων της Κρήτης, όπως εκτιμά, δεν αρδεύεται, οι καιρικές συνθήκες που επικράτησαν εντείνουν την αγωνία των καλλιεργητών, οι οποίοι ρίχνουν το βάρος στην ελιά – δεδομένων των σοβαρών προβλημάτων και μειώσεων που έχει επιφέρει ο καιρός στην άλλη σημαντική παραγωγή, αυτήν του σταφυλιού.
«Αν μέσα στον Αύγουστο κάνει κάποια νερά, σίγουρα η ελιά θα διορθώσει. Αν όμως δεν κάνει, το 30% που είχε προβλήματα θα γίνει 50%», υπογραμμίζει, αναφέροντας και τα ζητήματα λειψυδρίας που αντιμετωπίζει η περιοχή.
Έως και στα 6,5 ευρώ κατηφόρισαν οι τιμές
Σε επίπεδο εμπορίου, η αγορά φαίνεται πως εξακολουθεί να κινείται υποτονικά, με τις όποιες πράξεις να πραγματοποιούνται βάσει των αναγκών, γεγονός που πιέζει και τις τιμές. Ενδεικτικά, στο Ηράκλειο, η τιμή αυτή την περίοδο κυμαίνεται στα 6,5-7 ευρώ, «για όποιον τιμολογεί», όπως σημειώνει ο κ. Καμπιτάκης. Το εμπορικό ενδιαφέρον χαρακτηρίζεται μικρό, σε σύγκριση και με ό,τι συνέβαινε προ περίπου 20ημέρου, και για μικρές ποσότητες, χωρίς βέβαια και από την άλλη πλευρά να μπορεί να συγκεντρωθεί με ευκολία κάποια ποσότητα βυτίου.
Κατά τον ίδιο, η σημαντική υποχώρηση της τιμής αποδίδεται στο ότι και από την πλευρά των ενδιαφερόμενων αγοραστών κανείς δεν επιθυμεί να μείνει με αποθέματα παλιού ελαιολάδου και, επομένως, «δεν πιέζει την αγορά». Αν τα αποθέματα που υπάρχουν καλύπτουν την τυποποίηση μέχρι και τον Σεπτέμβρη, η εικόνα της αγοράς δεν θα αλλάξει, όπως εκτιμά, σχολιάζοντας ότι στην αντίθετη περίπτωση θα υπάρξει και πάλι άνοδος στις τιμές, κάτι, όμως που δεν μπορεί να πει κανείς από τώρα.
Τιμές της τάξεως των 7 ευρώ, που όμως μπορεί να φτάσουν μέχρι και τα 7,80-8 ευρώ για τα ποιοτικά ελαιόλαδα που είναι σύμφωνα με τις προδιαγραφές, μετέφερε από τη Δυτική Μεσσηνία ο κ. Κόκκινος. «Είναι μία συγκυρία τώρα που ψάχνουν όλοι για ποιοτικά ελαιόλαδα. Όταν τα βρουν, η τιμή διαφοροποιείται προς τα πάνω», προσθέτει. Αυτό, βέβαια, εξαρτάται και από άλλες παραμέτρους, όπως ο χρόνος πληρωμής, ενώ και το ενδιαφέρον δεν αφορά μεγάλες ποσότητες. Καταλήγοντας, ο ίδιος κάνει λόγο για μια περίοδο κατά την οποία «η εμπειρία (σ.σ. των προηγούμενων χρόνων) έχει ανατραπεί», με πιο χαρακτηριστικό ότι, παρά τη μείωση των αποθεμάτων, οι τιμές έχουν υποχωρήσει.